- ξύσμα
- το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω]1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας2. (για ξύλο) ροκανίδι3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα4. (για τυρί) τρίμμα5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματοςαρχ.1. ό,τι έχει σκαλιστεί με γλύφανο πάνω σε μια επιφάνεια2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ξύσματαγράμματα»β) «ξῡσμακνήφη, λέπρα»3. συν. στον πληθ. τὰ ξύσματα α) κομμάτια από σάρκα, από κρέας, που έχουν αποκοπεί με ξύσιμο («ξύσματα ἐντέρων», Γαλην.)β) μόρια πραγμάτων, σκόνη και καθετί που αιωρείται στις ηλιακές ακτίνες («ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξύσματα», Αριστοτ.)4. φρ. «ξύσματα τῶν ὀθονίων» — ξασμένα λινά υφάσματα που έθεταν πάνω σε τραύματα, όπως σήμερα τις γάζες, το ξαντό.
Dictionary of Greek. 2013.